- ἐφελκυστικῶς
- ἐφελκυστικόςdrawing onadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφελκυστικός — ή, ό (ΑΜ ἐφελκυστικός, ή, όν) [εφελκύω] 1. αυτός που έλκει, που σύρει προς το μέρος του 2. φρ. «εφελκυστικό ν» το ευφωνικό ν («τὸ ν ἐφελκυστικόν ἐστιν ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. μτφ. αυτός που δημιουργεί σημείο προσέγγισης. επίρρ … Dictionary of Greek